- νηρείτης
- νηρείτης, ὁ (Α)βλ. νηρίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νηρίτης — και νηρείτης, ὁ (Α) ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. τής λ. ἀναρίτης* γεννά προβλήματα λόγω τού αρκτικού α … Dictionary of Greek
αναρίτης — ἀναρίτης, ο (Α) θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων αντί νηρείτης, νηρίτης (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)] … Dictionary of Greek
νερίτη — η ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nerita < λατ. nerita «είδος μαλακίων» < νηρείτης / νηρίτης «είδος θαλάσσιων σαλιγκαριών»] … Dictionary of Greek